- κακομέτρητος
- -η, -ο (Α κακομέτρητος, -ον) [κακομετρώ]νεοελλ.ο μετρημένος εσφαλμένα ή αυτός που μετριέται ή απαριθμείται δύσκολα, δυσκολομέτρητοςαρχ.(μετρική) στίχος κακώς μετρημένος, που έχει κακό, εσφαλμένο μέτρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακομέτρητον — κακομέτρητος illmeasured masc/fem acc sg κακομέτρητος illmeasured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)